- ταξιάρχου
- ταξίαρχοςcommander of a corpsmasc gen sgταξιάρχηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Grevena — Gemeinde Grevena Δήμος Γρεβενών (Γρεβενά) … Deutsch Wikipedia
Polygyros (Gemeinde) — Δήμος Πολυγύρου (Πολύγυρος) … Deutsch Wikipedia
αρχιπύραρχος — ο βαθμός ανώτατου αξιωματικού του Πυροσβεστικού Σώματος, αντίστοιχος με τον βαθμό του ταξιάρχου στον Στρατό και στη Χωροφυλακή … Dictionary of Greek
πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πολύγυρος — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μεγάλος ορεινός οικισμός (υψόμ. 530 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκιδικής του ομώνυμου νομού. Ο Π. βρίσκεται χτισμένος αμφιθεατρικά στα Δ του Σταυρού Τούμπα, νοτιότερης κορυφής του Χολομώντα. Είναι πρωτεύουσα του νομού και… … Dictionary of Greek
συνταγματάρχης — ο, ΝΑ, θηλ. συνταγματαρχίνα Ν αρχηγός συντάγματος νεοελλ. 1. βαθμός ανώτερου αξιωματικού τού στρατού ξηράς, αμέσως ανώτερος τού αντισυνταγματάρχη και αμέσως κατώτερος τού ταξίαρχου 2. το θηλ. η σύζυγος συνταγματάρχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνταγμα, ατος… … Dictionary of Greek
ταξιαρχία — Στρατιωτική μονάδα. Αποτελείται από μερικά τάγματα ή μοίρες ή συντάγματα και τμήματα από ειδικά στρατεύματα. Διακρίνεται σε τ. μηχανοκίνητου πεζικού, ιππικού, αρμάτων μάχης, πυραύλων, πυροβολικού, μηχανικού κλπ. Για πρώτη φορά ως στρατιωτική… … Dictionary of Greek
ταξιαρχώ — έω, ΜΑ [ταξίαρχος] μσν. 1. (κυρίως για τον Θεό) κυβερνώ, διοικώ 2. εκκλ. (σε μοναστήρι) έχω το αξίωμα τού ταξιάρχου αρχ. 1. είμαι διοικητής στρατιωτικού τάγματος ή μοίρας πλοίων 2. είμαι ένας από τους δέκα ανώτερους διοικητές τού στρατού κάθε… … Dictionary of Greek
υποστράτηγος — ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ [στρατηγός] νεοελλ. στρ. ανώτατος αξιωματικός τού στρατού, με βαθμό ανώτερο από τού ταξιάρχου και κατώτερο από τού αντιστρατήγου αρχ. αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν… … Dictionary of Greek
Γεραμούτσος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Αντώνιος. Γιος του Βενετσάκη Γ. (βλ. 2.), πολέμησε με τον πατέρα και τον θείο του. Σκοτώθηκε στην πολιορκία του Νεοκάστρου. Είναι γνωστός και ως Βενετσανόπουλος. 2. Βενετσάκης. Πολέμησε υπό τις διαταγές… … Dictionary of Greek